- κοπραναιμία
- και κοπραιμία, ηιατρ. αυτοδηλητηρίαση τού οργανισμού, για την οποία πιστευόταν ότι οφείλεται σε απορρόφηση προϊόντων αποσύνθεσης τών κοπράνων σε περιπτώσεις παρατεταμένης δυσκοιλιότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. copremia < copr- (πρβλ. κόπρος) + -emia (πρβλ. -αιμία < αἷμα)].
Dictionary of Greek. 2013.